Υπαρξιακής φύσης ερωτήματα και πολιτικής φύσης συμπεράσματα σχετικά με την έκβαση της δίκης

Λίγες μέρες μετά την καταδικαστική απόφαση σε βάρος μου από το Γ’τριμελές εφετείο κακουργημάτων και την 25ετή ποινή κάθειρξης που μου επιβλήθηκε για γεγονότα που μόνο από την τηλεόραση γνωρίζω, θεωρώ ότι προκύπτουν κάποια υπαρξιακής φύσης ερωτήματα και βγαίνουν κάποια πολιτικής φύσης συμπεράσματα.

Ξεκινώντας από τα ερωτήματα λοιπόν, προκύπτει η απορία για το πως γίνεται ένας άνθρωπος, όπως ο πρόεδρος της έδρας, που θα ήταν ριψοκίνδυνο να του αναθέσει κανείς ακόμα και την διοίκηση επαρχιακού καφενείου, να έχει μια τέτοια εξουσία στα χεριά του. Πως γίνεται ο ίδιος αυτός άνθρωπος με την ίδια νοσηρή αφέλεια που δίκασε την υπόθεση μου να έχει δικάσει και καταδικάσει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ανθρώπους κι αυτό να μην αποτελεί σκάνδαλο. Πως γίνεται αυτός ο εμφανώς μη ευφυής άνθρωπος να κρατά στα χέρια του χιλιάδες ζωές. Πως γίνεται το κράτος να στελεχώνεται από τόσο ανεπαρκείς ανθρώπους και να μην μπορούμε ακόμα να οργανώσουμε την εναντίον του επανάσταση. Πως γίνεται η εισαγγελέας της έδρας να μη θεωρεί τουλάχιστο άκομψο να ρίχνει μερικούς υπνάκους στην διάρκεια της διαδικασίας και μην νιώθει καν την ανάγκη να ρίξει μια ματιά στα πρακτικά πριν την αγόρευσή της. Όσοι παρακολούθησαν την δίκη μπόρεσαν να συμπεράνουν ότι η αγόρευση της αφορούσε μάλλον άλλη υπόθεση. Πως γίνεται αυτοί που δε θεωρούν την ποινική δικαιοσύνη ντροπή της ανθρωπότητας, αλλά «λειτούργημα», να την κουρελιάζουν μετατρέποντας την σε βρακολάστιχο. Πως γίνεται ένας πρόεδρος και μια εισαγγελέας να μην ντρέπονται να ξεστομίζουν δημόσια ότι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορούμενου δεν μπορούν να γίνουν δεχτοί γιατί δεν τους εξέθεσε στους ειδικούς εφέτες ανακριτές, απαξιώνοντας με τον πιο ευθυνόφοβο τρόπο το βασικότερο υποτίθεται στάδιο της διαδικασίας που είναι η δίκη.

Όμως, έχουν σημασία κάποια πολιτικά συμπεράσματα. Όπως το ότι το δικαστήριο αναγνώρισε εμμέσως με την απόφαση του την πολιτική διάσταση της δίωξης, καθώς αν δεν την αναγνώριζε θα έπρεπε να με αθωώσει, δεδομένου ότι το κατηγορητήριο είχε καταρρεύσει από τις πρώτες συνεδριάσεις. Όμως διάλεξε μια πολιτικά- και όχι δικαστικά- μέση λύση. Μια μέση λύση για να εξισορροπήσει τις πιέσεις που ασκούταν από τα πάνω, εν μέσω του “αντιτρομοκρατικού” πυρετού, με τις πιέσεις που ασκούταν από τα κάτω, πιέσεις που ασκούμε σε κάθε μικρή ή μεγάλη μάχη που δίνουμε όλοι μας. Πιέσεις που ακόμη μέσα στο κλίμα της αυταρχικής επέλασης είναι ζωντανές χάρη στην αποφασιστικότητα, τη μαχητικότητα και την αλληλεγγύη μας. Αυτό το κομμάτι λοιπόν, τόσο οι αλληλέγγυοι που παρακολουθούσαν τη δίκη όσο και η κινηματική δημοσιογραφία, εμπόδισε τις αυθαιρεσίες του προέδρου και τις χυδαιότητες της πολιτικής αγωγής (που ακροβατούσε ανάμεσα στην ακροδεξιά γραφικότητα και την επικίνδυνη άγνοια της ποινικής νομοθεσίας), να μείνουν στα στενά όρια της δικαστικής αίθουσας βάζοντας ένα σχετικό φρένο στις παλαβομάρες τους. Το δικαστήριο προχώρησε σε μια ποντιοπιλατική και ευθυνόφοβη, χειρουργικής ακρίβειας λύση, μεταθέτοντας στο εφετείο όλες τις ευθύνες και όλα τα ενδεχόμενα – ακόμα και αυτό της αντιέφεσης, όπως τελικά έγινε.

Έχει και μία σημασία ότι δεν είναι μια απόφαση που νομιμοποίησε το dna ως στοιχείο, καθότι το αντικείμενο πάνω στο οποίο υποτίθεται ότι βρέθηκε το dna είναι ανύπαρκτο, αλλά μια απόφαση που νομιμοποιεί την αστυνομικοδικαστική ασυδοσία που έφτασε στο ζενίθ της με την αντιέφεση που άσκησε ο εισαγγελέας Δράκος.

Δεν μπορεί επίσης, να περάσει απαρατήρητο ότι παρότι το δικαστήριο δε χρειάστηκε στοιχεία για να με καταδικάσει για τη ληστεία της Πάρου, αυτή η έλλειψη ταυτόχρονα στάθηκε αρκετή ώστε να με απαλλάξει από τις κατηγορίες της συμμετοχής και ένταξης στη ΣΠΦ. Έτσι από πολιτικής άποψης, είναι σημαντικό ότι δεν έγινε ακόμα ένα βήμα προς την εμπέδωση του δόγματος Μarini.

Έτσι θα παραμείνω κάποια χρόνια ακόμα στην φυλακή με την δύναμη που μου δίνει η συνείδηση ότι όπως και κάθε αναρχικός δεν είμαι “άδικα” μέσα. Διέπραξα το αδίκημα που περικλείει όλα τα αδικήματα. Στον ταξικό πόλεμο πήρα θέση με τους αδικημένους. Η φυλακή για έναν αναρχικό δεν είναι τιμωρία αλλά ένα ακόμα πεδίο αγώνα. Χώρος για απογοήτευση δεν υπάρχει παρά μόνο η πεισματική όξυνση προς τα εμπρός. Ως την καταστροφή και της τελευταίας φυλακής, από την Attica ως τον κορυδαλλό, από pelican bay ως το Δομοκό, από το Γκουαντάναμο ως την Αμυγδαλέζα.

Τάσος Θεοφίλου

Φυλακές Δομοκού

24/2/14

Σχετικά με την επικείμενη αναδιάρθρωση- ιδιωτικοποίηση των ελληνικών φυλάκων

Μετά την παραβίαση της ολιγοήμερης άδειας από τον Χριστόδουλο Ξηρό, κυβέρνηση και μίντια θεώρησαν ότι δημιουργήθηκε το έδαφος για μια έκρηξη κατασταλτικής θηριωδίας. Καθώς ο Χριστόδουλος Ξηρός συγκεντρώνει τόσο την ιδιότητα του “τρομοκράτη” όσο και του δραπέτη, η κυβέρνηση άνοιξε δύο ζητήματα της ατζέντας της. Από την μια η αντι-αναρχική σταυροφορία με εισβολές σε δεκάδες σπίτια, συλλήψεις και επικηρύξεις συντρόφων με απώτερο στόχο την εμπέδωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, την εξοικείωση με την εντεινόμενη επιτήρηση και την εσωτερίκευση του φόβου εντός του αναρχικού χώρου. Από την άλλη επαναφέρει το ζήτημα της αναδιάρθρωσης στις ελληνικές φυλακές ή αλλιώς την ιδιωτικοποίησή τους.

Όπως και μετά την μαζική απόδραση των 11 από τις φυλακές Τρικάλων, τα ακροδεξιά σιαμαία Αθανασίου- Δένδιας, δεν έχασαν την ευκαιρία να εξαγγείλουν  τη δημιουργία φυλακής υπέρ-υψίστης ασφαλείας που θα στεγάσει πολιτικούς κρατούμενους, στελέχη του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος και απείθαρχους φυλακισμένους, λειτουργώντας με ειδικό σωφρονιστικό κώδικα. Ένα σωφρονιστικό τρομονόμο δηλαδή που θα παραχωρεί μέρος του έλεγχου των κρατουμένων στην αστυνομία, η επικοινωνία με τον έξω κόσμο θα “περιορίζεται” (αν δε θα καταργείται), η αλληλογραφία θα ελέγχεται και οι άδειες θα κόβονται.

Η ιδιότητα του φυλακισμένου από μόνη της εντάσσει τον άνθρωπο σε ένα καθεστώς εξαίρεσης, αφού τον απογυμνώνει από βασικά δικαιώματα που στην αστική δημοκρατία θεωρούνται δεδομένα. Οι ειδικές αυτές ρυθμίσεις έρχονται να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο τη θέση του και να τον υποβιβάσουν από μια κατάσταση του “εκτός χώρου και χρόνου”, που ουσιαστικά βρίσκεται, σε μια κατάσταση σχεδόν ανυπαρξίας. Η κατάσταση εξαίρεσης γενικεύεται και η εξουσία δείχνει να χρειάζεται τη δημιουργία εξαιρέσεων επί της εξαίρεσης.

Τους τελευταίους μήνες μίντια και κυβέρνηση δε χάνουν καμιά ευκαιρία για να επιβάλλουν την ατζέντα τους σε σχέση με την αναδιάρθρωση της ποινικής καταστολής γενικά και του τιμωριτικού συστήματος ειδικά. Μια αναδιάρθρωση που επιδιώκει τόσο την σκλήρυνση της επιτήρησης και της καταστολής όσο και την ιδιωτικοποίηση τους. Ως εκ τούτου θα ήταν αφελής κανείς να πιστεύει  ότι όλη αυτή η μιντιακή εκστρατεία λάσπης κατά κρατούμενων ήταν απόρροια της απόδρασης Ξηρού και όχι ένα σχέδιο που τέθηκε σε εφαρμογή με αφορμή αυτό το γεγονός, επειδή πολύ απλά η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών φυλακών προβλέπεται από το μνημόνιο.

Τα τελευταία χρόνια η ποινική καταστολή γενικά και η φυλακή ειδικά επεκτείνουν και βαθαίνουν τον ρόλο τους. Το σημαντικότερο πρώτο βήμα έγινε με το άρθρο 187 περί εγκληματικών οργανώσεων, το οποίο δεν στοχεύει στο λεγόμενο οργανωμένο έγκλημα, αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό των παραβατών διογκώνοντας τις ποινές, μετατρέποντας πλημμελήματα σε κακουργήματα, καταργώντας τους ενόρκους και διευρύνοντας την έννοια τόσο του “στοιχείου” όσο και του αδικήματος, κρατώντας σε δικαστική ομηρία εκατοντάδες φυλακισμένους.

Η ποινική καταστολή συγχρόνως διευρύνει την κοινωνική στόχευση συμπεριλαμβάνοντας στην ποινική διαχείριση κομμάτια της έκπτωτης μεσαίας τάξης, δηλαδή την μικροπαραβατικότητα του λευκού κολάρου και του χρεοφειλέτες. Επιπλέον γίνεται και ένα εργαλείο για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ κεφαλαιοκρατών, στις συνθήκες γενικευμένου κανιβαλισμού που επιβάλλει η συστημική κρίση και η αναδιάρθρωση της εγχώριας αστικής τάξης.

Όσο η ποινική καταστολή διευρύνεται απευθυνόμενη σε μια μεγαλύτερη κοινωνική γκάμα προκύπτει και η ανάγκη της ταξικής διαβάθμισής της φυλακής. Από τα κέντρα κράτησης μεταναστών που στοιβάζουν κάτι “εξωτικά όντα” που οριακά πλέον μπορεί να διεκδικούν την ιδιότητα του ανθρώπου, καθώς στερούμενα τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα η ίδια η ύπαρξή τους θεωρείται αδίκημα, μέχρι την προσαρμογή των αγροτικών φυλακών με τρόπο τέτοιο ώστε να στεγάσουν οικονομικούς παραβάτες και χρεοφειλέτες, μικρούς και μεγάλους Τσοχατζόπουλους. Από τα βραχιολάκια- GPS και την κοινωφελή άμισθη εργασία για τα πταίσματα και τα πλημμελήματα, μέχρι και τις φυλακές υπέρ-υψίστης ασφαλείας για πολιτικούς κρατούμενους, στελέχη του λεγόμενου οργανωμένου εγκλήματος και απείθαρχους φυλακισμένους.

Η ποινική καταστολή και ο θεσμός της φυλακής προσαρμόζονται στις συνθήκες της γενικευμένης συστημικής κρίσης. Οι βλοσυρές δηλώσεις των αυτοκόλλητων ακροδεξιών Αθανασίου- Δένδια μας προϊδεάζουν για τη σημασία και τους σκοπούς της επικείμενης αναδιάρθρωσης σε αυτόν τον τομέα στην Ελλάδα. Αναδιάρθρωσή με πρόσχημα την “εύρυθμη λειτουργία”, όπως συμβαίνει σε κάθε δημόσιο τομέα που μπαίνει στο στόχαστρο της ιδιωτικοποίησης. Το ελληνικό κράτος δείχνει με κάθε αφορμή τη διάθεση του να πετύχει τη μετατροπή της ποινικής καταστολής σε πεδίο ιδιωτικού κέρδους. Από τη μια ευελπιστεί ότι η αυστηροποίηση θα κάνει τη καταστολή ένα αποτελεσματικό εργαλείο που θα συσπειρώσει γύρω από τα ιδεολογήματα της ασφάλειας κα της νομιμότητας τα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας και από την άλλη θα την καταστήσει κερδοφόρα παραχωρώντας την σε ιδιώτες και μετατρέποντάς την σε ένα πεδίο άντλησης κέρδους.

Δεν είναι άσχετα με τη συνολικότερη αναδιάρθρωση και ιδιωτικοποίηση των φυλάκων ούτε η ανάθεση μέρους της φύλαξης των κέντρων κράτησης μεταναστών σε ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι, ούτε και το ότι η επιτήρηση των φορέων βραχιολιών GPS θα ανατεθεί επίσης σε ιδιώτες.

 

2

Η φυλακή είναι το παραπληγικό αδερφάκι της μισθωτής εργασίας από καταβολής καπιταλισμού. Είναι ένας θεσμός που μαζί με τη σχέση κεφαλαίου- μισθωτής εργασίας πρέπει να μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η λειτουργία της φυλακής για την καπιταλιστική κοινωνία είναι δαιδαλώδης και η σημασία της κομβική και θεμελιώδης. Στεγάζει κατά βάση το πιο περιθωριοποιημένο κομμάτι της κοινωνίας, όμως ο ρόλος της κάθε άλλο παρά περιθωριακός είναι. Έχει πολλές αναγνώσεις, πολλές ερμηνείες και πολλά επίπεδα ανάλυσης. Είναι από τη μια ο χώρος  για να κρύψει, να καταστείλει , να διαχειριστεί κερδοφόρα, να αποθηκεύσει , να παροπλίσει και να πειθαρχήσει τη περισσευούμενη εργασιακή δύναμη. Είναι ο χώρος που πετιέται για πάντα ή για ανακύκλωση ό,τι η οικονομία θεωρεί απόβλητο. Είναι, επίσης, ο χώρος όπου το απείθαρχο υποπρολεταριάτο εμπεδώνει την ιεραρχία, την πειθαρχία, την συνδιαλλαγή με την εξουσία και την πρακτική λειτουργία της οικονομίας. Η φυλακή σωφρονίζει, με την έννοια ότι οργανώνει κάθετα και γύρω από τα συμφέροντα του Κεφαλαίου την παραβατικότητα. Είναι ο χώρος όπου η παραβατικότητα αξιοποιείται και αφομοιώνεται από το Κεφάλαιο τόσο σε επίπεδο κοινωνικής όσο και σε επίπεδο οικονομικής λειτουργίας. Είναι ο χώρος που γίνεται η όσμωση αυθόρμητης παραβατικότητας με το οργανωμένο έγκλημα, ο χώρος όπου γίνεται η όσμωση του οργανωμένου εγκλήματος με την παραβατικότητα του λευκού κολάρου και τέλος ο τόπος που τα τρία προηγούμενα συνθέτονται αρμονικά με την επίσημη λευκή οικονομία.

Η φυλακή ως κομβικός θεσμός για τη λειτουργία του καπιταλισμού συντονίζεται με τη μισθωτή εργασία και τη γενικότερη οικονομία. Έχει μεγάλη σημασία να μην υποτιμηθεί ως πεδίο σύγκρουσης, τόσο από τους μέσα όσο και από τους από έξω, σε μια συνεχή και αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση. Έχει σημασία και είναι ανάγκη η ανάπτυξη ενός κινήματος ενάντια στο θεσμό της φυλακής, όχι τόσο με υπαρξιακούς πια, αλλά κυρίως με πολιτικούς όρους. Ένα κίνημα που θα εντοπίζει τις συνδέσεις της φυλακής με την σχέση κεφαλαίου- μισθωτής εργασίας και θα συνδέει τους αγώνες ενάντια στο Κεφάλαιο με τους αγώνες ενάντια στη φυλακή. Ένα κίνημα ενάντια στο θεσμό της φυλακής γενικά, και της αναδιάρθρωσης – αυστηροποίησης- ιδιωτικοποίησης του θεσμού ειδικά, που σαν απώτερο στόχο θα έχει το γκρέμισμα κάθε φυλακής και σαν άμεσο να μη επιτρέψει τη δημιουργία ειδικών φυλακών, για την κατάργηση των οποίων δόθηκαν αιματηροί αγώνες την δεκαετία του ‘90. Που ως πρόβλημα θα αναδεικνύει όχι το γεγονός ότι κάποιος πήρε άδεια και δε γύρισε, αλλά ότι εκατοντάδες στερούνται των αδειών ενώ τις δικαιούνται. Όχι το πώς 11 όλοι κι όλοι φυλακισμένοι κατάφεραν να βγουν μια ανοιξιάτικη βραδιά από μια φυλακή που τους είχανε θάψει, αλλά το πώς κάθε εποχή θάβονται ζωντανοί χιλιάδες σε όλες τις φυλακές, τα κρατητήρια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της χώρας. Που θα αναδεικνύει την αντίφαση του να υποσιτίζονται και να ξεπαγιάζουν οι φυλακισμένοι από έλλειψη κονδυλίων, τη στιγμή που τεράστια ποσά δαπανώνται για την αγορά και την εγκατάσταση σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων ασφάλειας κι επιτήρησης. Που θα επιβάλει το αυτονόητο: ότι πρόβλημα δεν είναι το ότι δεν επέστρεψε ο Χριστόδουλος από την άδεια του, αλλά το ότι ο Σάββας δεν έχει ακόμη αποφυλακιστεί.

Τώρα πιο πολύ από ποτέ είναι απαραίτητος ο συντονισμός ποινικών και πολιτικών κρατουμένων, των εντός κι εκτός των τειχών, για να ανοίξει αυτή η αντίσταση στην αναδιάρθρωση -αυστηροποίηση – ιδιωτικοποίηση των φυλακών το δρόμο για το ολοκληρωτικό γκρέμισμά τους…

Τάσος Θεοφίλου

Ράμι Συριανός

Σπύρος Στρατούλης